- κηρύσσει
- κηρύ̱σσει , κηρύσσωto be a heraldpres ind mp 2nd sgκηρύ̱σσει , κηρύσσωto be a heraldpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροκήρυκας — ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ) αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο νεοελλ. αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο τού θεού αρχ. κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Теодосиу, Зафиракис — Зафириос (Зафиракис) Теодосиу Логотетис (греч. Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης Науса 1772 год Науса 22 апреля 1822 год), старейшина греческого города Науса (Иматия), Центральная Македония, один из руководителей восстания в регионе в годы… … Википедия
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
διδακτής — διδακτής, ο (Μ) [διδάσκω] αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο («να φροντίζουσι... διά τήν συναναστροφή καί διδασκαλίαν τών διδακτών όπου κηρύσσουσι τόν λόγον τού Θεού», χριστιανική διδασκαλία) … Dictionary of Greek
ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) … Dictionary of Greek
θεοκήρυξ — θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ) ο κήρυκας τού θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο τού θεού αρχ. πληθ. oἱ θεοκήρυκες οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * +… … Dictionary of Greek